Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρίτης ο [akrítis] Ο10 : 1.ο φρουρός των συνόρων στο Bυζάντιο· ακρίτας. 2. ο φρουρός των σημερινών συνόρων: Ο υπουργός Aμύνης επισκέφτηκε τους ακρίτες μας και τους μοίρασε δώρα. || κάτοικος ακριτικής περιοχής. 3. (μτφ.) ο ηρωικός υπερασπιστής που βρίσκεται στην άκρη οποιουδήποτε χώρου (γεωγραφικού, πολιτικού, ιδεολογικού): Οι καλόγεροι της Mονής του Σινά, οι αφοσιωμένοι αυτοί ακρίτες του ελληνορθόδοξου πνεύματος.
[λόγ. < μσν. ακρίτης (στη σημ. 1) < άκρ(ες) `σύνορα΄ -ίτης]