Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοομετρία
1 εγγραφή
ακοομετρία η [akoometría] & ακουομετρία η [akuometría] Ο25 : το σύνολο των πειραματικών μεθόδων με τις οποίες ελέγχεται η οξύτητα της ακοής.

[λόγ. ακοόμετρ(ον), ακουόμετρ(ον) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες