Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακομπανιαμέντο
1 item total
ακομπανιαμέντο το [akompanaménto] Ο39 : (μουσ.) μουσική συνοδεία που υποστηρίζει τη βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία: Tραγούδησε χωρίς ~.

[ιταλ. accompagnamento]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go