Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάσβεστος
1 εγγραφή
ακατάσβεστος -η -ο [akatázvestos] Ε5 : (λόγ.) για έντονο συναίσθημα που δεν καταστέλλεται· άσβεστος2, ακατασίγαστος: Aκατάσβεστο μίσος έκαιγε στην ψυχή του. Aκατάσβεστα πάθη. Aκατάσβεστοι πόθοι. ακατάσβεστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάσβεστος `που δε σβήνει (κυριολ.)΄ σημδ. γαλλ. inextin guible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες