Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακατάσβεστος -η -ο [akatázvestos] Ε5 : (λόγ.) για έντονο συναίσθημα που δεν καταστέλλεται· άσβεστος2, ακατασίγαστος: Aκατάσβεστο μίσος έκαιγε στην ψυχή του. Aκατάσβεστα πάθη. Aκατάσβεστοι πόθοι.
ακατάσβεστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσβεστος `που δε σβήνει (κυριολ.)΄ σημδ. γαλλ. inextin guible]