Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακανθόχοιρος
1 εγγραφή
ακανθόχοιρος ο [akanθóxiros] Ο20α : (λόγ.) σκαντζόχοιρος.

[λόγ. < ελνστ. ἀκανθόχοιρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες