Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιρετικός
1 item total
αιρετικός -ή -ό [eretikós] Ε1 : α.για θεωρία, διδασκαλία κτλ. που χαρακτηρίζεται ως αίρεση· (πρβ. ορθόδοξος): Aιρετική άποψη. H διδασκαλία του Aρείου καταδικάστηκε από την επίσημη εκκλησία ως αιρετική. β. που δημιούργησε ή που υποστηρίζει μιαν αίρεση. || (ως ουσ.) ο αιρετικός: Ένας ~ στην τέχνη / πολιτική. Διωγμοί των αλλοθρήσκων και των αιρετικών.

[λόγ. < ελνστ. αἱρετικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go