Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθωότητα
1 εγγραφή
αθωότητα η [aθoótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αθώου ανθρώπου. 1. έλλειψη ενοχής: Ο ύποπτος απέδειξε την αθωότητά του με ατράνταχτο άλλοθι. Aποδείχτηκε πανηγυρικά η ~ του κατηγορουμένου. 2. αγνότητα ή έλλειψη κακίας: Παρθενική / παιδική ~. 3. αφέλεια, έλλειψη εξυπνάδας, άγνοια: Γελούν όλοι με την αθωότητά του.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀθῳότης, αιτ. -ητα· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες