Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αθρόος
1 item total
αθρόος -α -ο [aθróos] Ε4 : που γίνεται ή που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα· πολυάριθμος: Aθρόες εγγραφές / προσλήψεις / συλλήψεις. Tο σωματείο διαμαρτύρεται για τις αθρόες απολύσεις. Aθρόα προσέλευση ψηφοφόρων στις κάλπες. αθρόα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀθρόος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go