Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αερομεταφερόμενος
1 item total
αερομεταφερόμενος -η -ο [aerometaferómenos] Ε5 : που μεταφέρεται με αεροπλάνα. || (στρατ.): Aερομεταφερόμενες μονάδες.

[λόγ. αερο- + μεταφερόμενος μπε. του μεταφέρω κατά το αερομεταφορά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go