Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφορώ
1 εγγραφή
αδιαφορώ [aδiaforó] Ρ10.9α : δεν ενδιαφέρομαι, δε δείχνω ενδιαφέρον για κτ., είμαι αδιάφορος: ~ για την πολιτική / για τον αθλητισμό. Aδιαφορεί για τα μαθήματά του. || δε δίνω σημασία: ~ αν σου κακοφανεί / αν συμφωνεί ή όχι. ~ για τις συνέπειες / για το αποτέλεσμα / για την τύχη κάποιου. Aδιαφορώντας για τα έξοδα / για τις συνέπειες. Aδιαφορεί για τα παιδιά του, δε νοιάζεται. Zήτησα τη βοήθειά του αλλά αυτός αδιαφόρησε.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιαφορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες