Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιαφοροποίητος -η -ο [aδiaforopíitos] Ε5 : που δεν έχει διαφοροποιηθεί από κπ. ή από κτ. άλλο, που δεν είναι διαφοροποιημένος: ~ τρόπος. Aδιαφοροποίητη σκέψη.
[λόγ. α- 1 διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -τος]