Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφορία
1 εγγραφή
αδιαφορία η [aδiaforía] Ο25 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αδιάφορου, εκείνου που δε δείχνει ενδιαφέρον για κτ.· έλλειψη, απουσία ενδιαφέροντος: ~ για την πολιτική / για την τέχνη / για το ποδόσφαιρο. Yπάρχει πλήρης ~ για τα μαθήματα / για την εργασία / για την υπόθεση. || έλλειψη αντιδράσεως στα ερεθίσματα που δέχεται κάποιος ή συναισθηματική ουδετερότητα: ~ για τη δυστυχία / για το θάνατο κάποιου, απάθεια.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιαφορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες