Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αδελφοποιτός
1 item total
αδελφοποιτός ο [aδelfopitós] & αδερφοποιτός ο [aδerfopitós] Ο17 : 1.(ιστ.) αυτός που συνδέεται με κπ. με δεσμούς αδελφοποίησης· σταυραδερφός. 2. (παρωχ.) αδελφικός φίλος.

[μσν. αδελφοποιτός < αδελφοποιητός (με αποφυγή της χασμ.) < αδελφοποιη- (αδελφοποιώ) -τός· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go