Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αδαμαντοπωλείο
1 item total
αδαμαντοπωλείο το [aδamandopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πωλούν διαμάντια ή άλλους πολύτιμους λίθους.

[λόγ. αδαμαντοπώλ(ης) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go