Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδαμάντινος -η -ο [aδamándinos] Ε5 : 1.(λόγ.) διαμαντένιος: Aδαμάντινο περιδέραιο. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει την καθαρότητα και την αντοχή του διαμαντιού, συνήθ. στην έκφραση ~ χαρακτήρας, ηθικά άμεμπτος. (έκφρ.) αδαμάντινοι γάμοι*.
[λόγ. < αρχ. ἀδαμάντινος `σκληρός σαν ατσάλι΄ σημδ. αγγλ. adamantine (στη νέα σημ.) < λατ. adamantinus < αρχ. ἀδαμάντινος]