Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγχέμαχος
1 item total
αγχέμαχος -η -ο [anxémaxos] Ε5 : (λόγ.) για όπλο που χρησιμοποιείται σε μάχη σώμα με σώμα. ANT εκηβόλος: Ρόπαλο, ξίφος, λόγχη κι άλλα αγχέμαχα όπλα.

[λόγ. < αρχ. ἀγχέμαχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go