Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγρόκτημα
1 item total
αγρόκτημα το [aγróktima] Ο49 : καλλιεργήσιμη έκταση, στην οποία συνήθ. υπάρχουν εγκαταστάσεις και ο κατάλληλος εξοπλισμός για αγροτικές εργασίες: Tο ~ της Γεωπονικής Σχολής.

[λόγ. αγρο- + κτήμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go