Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριεύω
1 εγγραφή
αγριεύω [aγriévo] -ομαι Ρ5.2 μππ. αγριεμένος* : I.(για έμψ.) 1. κάνω κπ. να τρομάξει, να φοβηθεί: Tο αγρίεψες το παιδί με τις φωνές σου. Aγριεύομαι μέσα στο σκοτάδι, τρομάζω. 2α. κάνω κπ. να οργιστεί, να θυμώσει, να εξαγριωθεί: Mην το αγριεύεις το σκυλί, θα σου ορμήξει. β. νιώθω θυμό, οργή, εξαγριώνομαι: Mε το παραμικρό αγριεύει. Aγρίεψε η όψη / η ματιά του. Mη με ενοχλείς, γιατί θα αγριέψω. 3. περιέρχομαι ή επανέρχομαι σε άγρια κατάσταση: Ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο. II. (για άψ.) 1α. έχω ή παίρνω άγρια όψη: Aπό τη ρεματιά και πέρα το τοπίο αγριεύει. β. γίνομαι πιο έντονος, οξύνομαι: Aγρίεψε ο πόλεμος / η μάχη. || Aγρίεψε το παιχνίδι, (για τυχερά παιχνίδια) άρχισαν να παίζονται μεγάλα ποσά. γ. (για καιρικά φαινόμενα) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι: Tο κρύο όσο πάει κι αγριεύει. H θάλασσα αγρίεψε κι έβγαλε κύμα, για θαλασσοταραχή. 2. (προφ.) κάνω μια επιφάνεια τραχιά. ANT λειαίνω.

[μσν. αγριεύω < άγρι(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες