Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγορητής
1 item total
αγορητής ο [aγoritís] Ο7 θηλ. αγορήτρια [aγorítria] Ο27 : (λόγ.) αυτός που εκφωνεί λόγο σε δημόσια συγκέντρωση· ρήτορας: Aνέβηκε στο βήμα του αγορητή για να μιλήσει. Ειδικός ~ στη Bουλή, βουλευτής που ορίζεται από το κόμμα του για να αναπτύξει ένα συγκεκριμένο θέμα.

[λόγ. < αρχ. ἀγορητής· λόγ. αγορη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go