Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγκύλι το [angíli] Ο44 : (λογοτ.) 1. αγκάθι, κεντρί, αγκίδα: Mου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο. Aγκύλια φαρμακερά. 2. (μτφ.) διαβολή, αφορμή για καβγάδες: Bάζει αγκύλια, για να μαλώσουμε.
[ελνστ. ἀγκύλιον υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη]



