Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγκυλωτός -ή -ό [angilotós] Ε1 : που έχει σχήμα αγκύλης, κυρτός: ~ σταυρός, η σβάστικα. Οι γωνιώδεις και αγκυλωτές φόρμες των γλυπτών του καλλιτέχνη. Kάτι ουρές ψαριών αγκυλωτές από τη φρεσκάδα.
[λόγ. αγκυλω- (δες αγκυλώνω) -τός & σημδ. γερμ. Hakenkreuz]



