Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγκυλωτός
1 item total
αγκυλωτός -ή -ό [angilotós] Ε1 : που έχει σχήμα αγκύλης, κυρτός: ~ σταυρός, η σβάστικα. Οι γωνιώδεις και αγκυλωτές φόρμες των γλυπτών του καλλιτέχνη. Kάτι ουρές ψαριών αγκυλωτές από τη φρεσκάδα.

[λόγ. αγκυλω- (δες αγκυλώνω) -τός & σημδ. γερμ. Hakenkreuz]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go