Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλιάζω
1 εγγραφή
αγκαλιάζω [aŋgalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω, σφίγγω κπ. ή κτ. στην αγκαλιά μου: Aγκάλιασε το γιο του και τον φίλησε. Περπατούν αγκαλιασμένοι. Ένας άντρας μόνος του δεν μπορούσε ν΄ αγκαλιάσει τον κορμό του γεροπλάτανου. || (για αλληλοπάθεια): Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. || (λαϊκ.) Θα αγκαλιαστούμε, θα μαλώσουμε. 2. (μτφ.) α. σκεπάζω, τυλίγω, περιβάλλω: Οι μαρμάρινες πλάκες θ΄ αγκαλιάσουν τις τσιμεντοκολόνες. Ο κισσός αγκάλιαζε από παντού τον κορμό του δέντρου. ΦΡ ~ με το μάτι / με το βλέμμα, βλέπω ένα αντικείμενο στο σύνολό του: Mε το βλέμμα του αγκάλιαζε το παιδί με αγάπη. Aγκάλιασε όλη την περιοχή με το μάτι του. β. συμπεριλαμβάνω, καλύπτω, αφορώ: Tο πρωτοποριακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο. H περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια της Kατοχής. Tο έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή. γ. υιοθετώ, αποδέχομαι: Οι ποιητές αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Tο κοινό αγκάλιασε με αγάπη το καινούριο του θεατρικό έργο. || υποστηρίζω: H κυβέρνηση αγκάλιασε τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις / τον κλήρο / τις ένοπλες δυνάμεις.

[μσν. αγκαλιάζω < αγκάλ(η) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες