Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγκαλά [aŋgalá] σύνδ. αντιθ. : (λογοτ., παρωχ.) (συνήθ. ~ και) εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που έρχεται σε αντίθεση με την κύρια· αν και, μολονότι: Mια αναμφισβήτητη, ~ και καθυστερημένη, μαρτυρία. Ξαφνιάστηκα σαν τ΄ άκουσα, ~ και ήξερα πως θα γινόταν κάτι τέτοιο.
[μσν. αγκαλά < φρ. αν καλά (και)]