Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκίστρι
1 εγγραφή
αγκίστρι το [angístri] Ο44 : 1.μικρό κυρτό, σκληρό σύρμα που καταλήγει σε αιχμή και χρησιμοποιείται στο ψάρεμα: Δόλωσε τ΄ αγκίστρια κι έριξε την πετονιά. || Mουστάκι σαν ~. ΦΡ πιάστηκε στ΄ ~, στην παγίδα. 2. (οικ.) άγκιστρο1.

[μσν. αγκίστρι(ν) < ελνστ. ἀγκίστριον υποκορ. του αρχ. ἄγκιστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες