Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγιοποιώ
1 item total
αγιοποιώ [ajiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (για εκκλησία) ανακηρύσσω κπ. άγιο μετά το θάνατό του.

[λόγ. < μσν. αγιοποιώ < αγιο- + -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go