Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγγλόφωνος -η -ο [aŋglófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα αγγλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Aγγλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει αγγλική ή όχι καταγωγή: Aγγλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από αγγλόφωνους: Aγγλόφωνη χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο αγγλόφωνος: Οι αγγλόφωνοι του Kαναδά.
[λόγ. < γαλλ. anglophone < anglo- = αγγλο- + -phone = -φωνος]



