Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγγλισμός
1 item total
αγγλισμός ο [aŋglizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει το αγγλικό συντακτικό.

[λόγ. Άγγλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anglicisme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go