Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγγελοκρούω
1 item total
αγγελοκρούω [angelokrúo] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. αγγελοκρούστηκα, απαρέμφ. αγγελοκρουστεί, μππ. αγγελοκρουσμένος : (λογοτ., συνήθ. παθ.) 1. βλέπω τον άγγελο του θανάτου στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου· ψυχορραγώ, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι, αγγελιάζομαι: Tο παιδί αγγελοκρούστηκε κι άρχισε το χαροπάλεμα. || (ενεργ.): Tον αγγελοκρούει ο χάροντας, να πάρει την ψυχή του. 2. τρομάζω, εκφοβίζω: Tον αγγελοκρούει το αστραπόβροντο. Aγγελοκρουσμένες κλείστηκαν στο σπίτι κι αμπάρωσαν την πόρτα.

[αγγελο- + κρούω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go