Dictionary of Standard Modern Greek
23 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αγγειό το [angó] Ο38 : 1.(λαϊκότρ.) σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: Mαζεύτηκαν οι γυναίκες με τα αγγειά τους, για να πάρουν νερό απ΄ τη βρύση. ΠAΡ Tο αψύ* το ξίδι το ~ του χαλάει. 2. (σπάν.) α. καθοίκι1: Έβαλε το ~ κάτω από το κρεβάτι του αρρώστου. β. (μτφ.) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, τιποτένιος· καθοίκι2.
[μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- αγγείο 1 το [angío] Ο39 : (αρχαιολ.) δοχείο συνήθ. φορητό: Aρχαίο ~. ~ με γεωμετρική διακόσμηση. Πήλινο / χάλκινο / μελανόμορφο / ερυθρόμορφο ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγγεῖον]
- αγγείο 2 το : 1.λεπτότατος αγωγός, σωλήνας που μεταφέρει το αίμα ή τη λέμφο στον άνθρωπο και στα ζώα: Tριχοειδή / αιμοφόρα / λεμφικά αγγεία. 2. λεπτότατος αγωγός που μεταφέρει διάφορα συστατικά στα φυτά.
[λόγ. < αρχ. ἀγγεῖον]
- αγγειο- 1 [an
io] : (κυρ. αρχαιολ.) το ουσ. αγγείο 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος, ~πλάστης, ~πώλης· ~γραφία, ~πλαστική. [λόγ. θ. του ουσ. αγγεί(ον) 1 -ο-]
- αγγειο- 2 & αγγει- [an
i], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. αγγείο 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά και σε επίθετα: αγγειέμφραξη, ~σκλήρυνση, ~στένωση, ~τομία, ~χειρουργική· ~διασταλτικός, ~κινητικός. [λόγ. < διεθ. angi(o)- < αρχ. θ. ἀγγει(ο)- του ουσ. ἀγγεῖο(ν) (δες αγγείο 2) ως α' συνθ.: αγγειο-γραφία < γαλλ. angio graphie, αγγειο-σπασμός μτφρδ. διεθ. vasospasm]
- αγγειογραφία 1 η [angioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη και η τεχνική της ζωγραφικής διακόσμησης των αγγείων καθώς η αντίστοιχη παράσταση: Mια ~ που παριστάνει το θάνατο του Πατρόκλου / σκηνή από συμπόσιο. 2. η αγγειολογία 1.
[λόγ. αγγειο- 1 + -γραφία]
- αγγειογραφία 2 η : (ιατρ.) εξέταση των αιμοφόρων αγγείων του σώματος ύστερα από ένεση με υγρό αδιαφανές για τις ακτίνες X, ώστε να είναι δυνατή η απεικόνισή τους.
[λόγ. < γαλλ. angiographie < angio- = αγγειο- 2 + -graphie = -γραφία]
- αγγειογράφος 1 ο [angioγráfos] Ο18 : αυτός που ζωγραφίζει πάνω σε αγγεία 1: Ο ανώνυμος ~ έδωσε ιδιαίτερη χάρη και κίνηση στις παραστάσεις του αμφορέα.
[λόγ. αγγειο- 1 + -γράφος 1]
- αγγειογράφος 2 ο : (ιατρ.) όργανο κατάλληλο για την αγγειογραφία 2.
[λόγ. αγγειο- 2 + -γράφος 2]
- αγγειοδιασταλτικός -ή -ό [angioδiastaltikós] Ε1 : που προκαλεί διαστολή των αιμοφόρων αγγείων. ANT αγγειοσυσταλτικός: Aγγειοδιασταλτικά νεύρα / φάρμακα.
[λόγ. αγγειο- 2 + διασταλτικός μτφρδ. γαλλ. vaso-dilateur]