Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπημένος
1 εγγραφή
αγαπημένος -η -ο [aγapiménos] Ε3 : 1α.αυτός που του τρέφουν αισθήματα αγάπης. ANT μισητός: Aγαπημένη πατρίδα. || Aγαπημένοι φίλοι / αγαπημένα αδέρφια, που αγαπιούνται μεταξύ τους. || Aγαπημένε μου φίλε / αγαπημένη μου φίλη, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση, προφορικά και σε γράμμα. β. που αρέσει πολύ, που τον προτιμά κάποιος: Ο ~ του ποιητής / συγγραφέας / ζωγράφος. Tο αγαπημένο μου σπορ / βιβλίο / φαγητό. 2. (ως ουσ.) ο αγαπημένος, θηλ. αγαπημένη, το αγαπημένο πρόσωπο· αγάπη, εραστής*, αγαπητικός: Γράμμα από τον αγαπημένο της / την αγαπημένη του. (έκφρ.) από μακριά* κι αγαπημένοι. αγαπημένα ΕΠIΡΡ με αγάπη, ομόνοια, ειρήνη: Tα αδέρφια ζουν ~. Tίμια κι ~ θα κάνουμε τη μοιρασιά. Περνούν καλά κι ~.

[μσν. αγαπημένος μππ. του αγαπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες