Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγατίζω
1 εγγραφή
αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος : (λαϊκότρ.) 1α. αυξάνω κτ. σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι: Είναι κοντό το σκοινί· αβγάτισέ το. Aβγατισμένο καλώδιο. β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος: Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 2. αβγαταίνω1.

[μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες