Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αβαράρω
1 item total
αβαράρω [avaráro] Ρ6α : (ναυτ.) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο, σπρώχνοντας με τα χέρια ή με το κουπί: Mπαίνουνε στις βάρκες και αβαράρουν.

[ιταλ. varar(e) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-var > navar > n-avar] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go