Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αβαείο το [avaío] Ο39 : 1.μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών που διοικείται από αβά. || εκκλησία που παλαιότερα ήταν αβαείο: Στο ιστορικό ~ του Γουεστμίνστερ βρίσκονται οι τάφοι των βασιλέων της Mεγάλης Bρετανίας. 2. η κατοικία του αβά, το ηγουμενείο των καθολικών.
[λόγ. αβά(ς) -είον κατά το ηγουμενείον μτφρδ. γαλλ. abbaye (δες στο αβάς)]



