Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αβάρα
2 items total [1 - 2]
αβάρα [avára] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα το οποίο αντιστοιχεί στην προστακτική απομάκρυνε: ~, να μη χτυπήσουμε στο βράχο. ~ από δω, φύγε γρήγορα, στρίβε. || (ως ουσ.) στις ΦΡ κάνω / βάζω ~, αβαράρω.

[αβαρ(άρω) (αναδρ. σχημ.)]

αβαράρω [avaráro] Ρ6α : (ναυτ.) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο, σπρώχνοντας με τα χέρια ή με το κουπί: Mπαίνουνε στις βάρκες και αβαράρουν.

[ιταλ. varar(e) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-var > navar > n-avar] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go