Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάκιο
1 εγγραφή
αβάκιο το [avákio] Ο40 : (λόγ.) μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί μαθητές.

[λόγ. < αρχ. ἀβάκιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες