Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αέριος -α -ο [aérios] Ε6 : που έχει την ίδια φύση με τον αέρα· αεριώδης: Aέρια μάζα / κατάσταση. Aέρια καύσιμα. Aέριο σώμα, αέριο. || (ως ουσ.) το αέριο*.
[λόγ. < αρχ. ἀέριος `ομιχλώδης΄ σημδ. γαλλ. gazeux]



