Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έρπω
2 items total [1 - 2]
έρπω [érpo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : σέρνομαι. 1α. (για ζώο) μετακινούμαι, προχωρώ ακουμπώντας την κοιλιά στο έδαφος: Έρπουν τα φίδια / τα σκουλήκια. β. μετακινούμαι με το σώμα στο έδαφος, σέρνομαι στο έδαφος: H τίγρη πλησίασε έρποντας και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Οι στρατιώτες προχωρούσαν έρποντας, για να αποφύγουν τα εχθρικά πυρά. 2. (μτφ.) κινούμαι με πλάγια μέσα, συμπεριφέρομαι με ύπουλο τρόπο ή με κολακείες: Έγινε διευθυντής έρποντας.

[λόγ. < αρχ. ἕρπω `προχωρώ με κόπο, αργά΄ κατά τη σημ. της λ. ερπετό]

έρπων -ουσα -ον [érpon] Ε12 : (λόγ.) που έρπει.

[λόγ. < αρχ. ἕρπων μεε. του ἕρπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go