Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξυπνος
1 εγγραφή
έξυπνος -η -ο [éksipnos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, που έχει μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα. ANT βλάκας: Mαθητής ~ αλλά πολύ τεμπέλης. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. || (επέκτ.): Έξυπνο ζώο / μηχάνημα. Ένας πολύ ~ ηλεκτρονικός υπολογιστής. ΦΡ το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, και ο έξυπνος άνθρωπος μπορεί να κάνει ανόητη ενέργεια. β. (ως ουσ.): Οι έξυπνοι πάντα πετυχαίνουν στη ζωή τους. || (ειρ.): Οι βλάκες μόνο περιμένουν στην ουρά· οι έξυπνοι περνούν από τα πλάγια. ΦΡ κάνω τον έξυπνο, προσπαθώ να φανώ έξυπνος εντυπωσιάζοντας με τα λόγια ή με τις πράξεις μου. 2α. που φανερώνει ύπαρξη εξυπνάδας: Έξυπνο πρόσωπο. Έξυπνα μάτια. β. που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα: Έξυπνη σκέψη / απάντηση / επιλογή / δικαιολογία / ενέργεια. Έξυπνο κόλπο / επιχείρημα. Mε λίγες έξυπνες κινήσεις κέρδισε την παρτίδα. 3. (παρωχ., για πρόσ.) ξύπνιος, ξυπνητός. εξυπνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. έξυπνα ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Mίλησε / φέρθηκε / απάντησε / ενήργησε πολύ ~. εξυπνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[μσν. έξυπνος, ελνστ. σημ.: `που έχει ξυπνήσει΄· έξυπν(ος) -ούτσικος· έξυπν(ος) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες