Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έντιμος
1 εγγραφή
έντιμος -η -ο [éndimos] Ε5 : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~ υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό): Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε. έντιμα & (λόγ.) εντίμως ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη.

[λόγ. < αρχ. ἔντιμος `τιμημένος΄ σημδ. γαλλ. honnête, honorable· λόγ. < αρχ. ἐντίμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες