Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έναυσμα
1 item total
έναυσμα το [énavzma] Ο49 : ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί την άμεση και βίαιη εκδήλωση ή την όξυνση μιας κατάστασης· (πρβ. αφορμή): H δολοφονία του μαύρου ηγέτη ήταν το ~ για το ξέσπασμα των ταραχών.

[λόγ. < ελνστ. ἔναυσμα `σπινθήρας, κίνητρο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go