Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- έμψυχος -η -ο [émpsixos] Ε5 : που έχει ψυχή, ζωή (για τον άνθρωπο και τα ζώα, συνήθ. σε αντιδιαστολή προς ό,τι έχει μόνο υλική υπόσταση): Έμψυχα όντα. ANT άψυχος. || (στρατ.) Έμψυχο υλικό, οι αξιωματικοί, στρατιώτες και υπάλληλοι που υπηρετούν στο στρατό. ANT άψυχο υλικό. || (επέκτ.): Έμψυχο υλικό / δυναμικό, οι άνθρωποι που συμμετέχουν ή χρησιμοποιούνται σε μια δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα μέσα (ζώα, εργαλεία, μηχανές κτλ.): H αύξηση της παραγωγικότητας εξαρτάται όχι τόσο από τα υλικά μέσα όσο από την ποιότητα του έμψυχου υλικού. || (ως ουσ.) τα έμψυχα, οι άνθρωποι και τα ζώα. ANT άψυχα.
[λόγ. < αρχ. ἔμψυχος]



