Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- έκκληση η [éklisi] Ο33 : (λόγ.) επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία (για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ.): Kάνω ~ στον πατριωτισμό σας. Εκατοντάδες εθελοντές πυροσβέστες ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού. ~ της κυβέρνησης προς τα συνδικάτα να αναστείλουν την απεργία.
[λόγ. < ελνστ. ἔκκλη(σις) -ση]



