Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκθεμα
1 εγγραφή
έκθεμα το [ékθema] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : για κάθε αντικείμενο το οποίο εκτίθεται σε δημόσια θέα, κυρίως στο χώρο μιας καλλιτεχνικής, εμπορικής κτλ. έκθεσης, ενός μουσείου, κτλ.: Πλούσια / σπάνια / πολύτιμα / εντυπωσιακά εκθέματα. Tα εκθέματα ενός μουσείου / ενός καταστήματος. Tο πλήθος και η ποικιλία των εκθεμάτων εντυπωσιάζει τους επισκέπτες.

[λόγ. < ελνστ. ἔκθεμα `διακήρυξη΄ κατά τη σημ. του εκθέτωI1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες