Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έγκυρος
1 item total
έγκυρος -η -ο [éngiros] Ε5 : 1.που έχει ισχύ. ANT άκυρος: Έγκυρο εισιτήριο / διαβατήριο. Έγκυρη υπογραφή. Έγκυρα ψηφοδέλτια. || (νομ.) που έχει νομική ισχύ· ισχυρός. ANT άκυρος: Έγκυρη διαθήκη. ~ γάμος. 2. που έχει κύρος, αναγνωρισμένη αξιοπιστία· αξιόπιστος: Έγκυρες πληροφορίες. Aπό έγκυρες πηγές πληροφορηθήκαμε την εσπευσμένη αναχώρηση της τάδε ηθοποιού για εξετάσεις σε νοσοκομείο του εξωτερικού. Έγκυροι πολιτικοί κύκλοι. || Έγκυρη εφημερίδα· (πρβ. έγκριτη).

[λόγ. εγ- (δες εν-) κύρ(ος) -ος κατά το αντ. άκυρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go