Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγκυος
1 εγγραφή
έγκυος -ος / -α -ο [éngios] Ε15 : α.(θηλ.) για γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης· (πρβ. γγαστρωμένη, εγκυμονού σα): Είναι ~, είναι σε ενδιαφέρουσα. Είναι έξι μηνών ~. Έμεινε ~. Tην άφησε / την κατέστησε έγκυο. || (συνήθ. ως ουσ.) η έγκυος: Εγκατάλειψη εγκύου. β. (και στα τρία γραμματικά γένη) για ζώο θηλυκού φυσικού γένους που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

[λόγ. < αρχ. ἔγκυος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες