Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έβενος
1 item total
έβενος ο [évenos] Ο20α : είδος ξύλου από ορισμένο είδος τροπικού δέντρου, πολύ σκληρό και στιλπνό και με βαθύ σκούρο χρώμα, από το οποίο κατασκευάζονται πολυτελή έπιπλα, μουσικά όργανα κτλ.: ~ Bραζιλίας / Mαδαγασκάρης.

[λόγ. < ελνστ. ἔβενος ὁ (αρχ. ἔβενος ἡ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go