Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έαρ
2 εγγραφές [1 - 2]
έαρ το [éar] Ο : (λόγ.) η άνοιξη.

[λόγ. < αρχ. ἔαρ]

εαρινός -ή -ό [earinós] Ε1 : 1.(λόγ.) ανοιξιάτικος: Εαρινή περίοδος. 2. (επιστ.) α. (αστρον.): Εαρινή ισημερία, η 21η Mαρτίου κάθε έτους, κατά την οποία η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας είναι ίσες. Εαρινό σημείο, το σημείο της ουράνιας σφαίρας, όπου το κέντρο του φαινομενικώς κινούμενου ηλίου διατέμνει, κατά την εαρινή ισημερία, τον ισημερινό. β. (ιατρ.): ~ κατάρρους, που εκδηλώνεται ως αλλεργική αντίδραση σε γύρεις της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. ἐαρινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες