Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτομο
4 εγγραφές [1 - 4]
άτομο 1 το [átomo] Ο40 : 1α.ο άνθρωπος ως μονάδα με τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά της σε αντιδιαστολή προς το είδος, το σύνολο ή την κοινωνία: Tο ~ μηδενίζεται μέσα στο σύνολο. H διακήρυξη των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτη. Ως ~ διαφωνώ, αλλά ως μέλος της κοινωνίας δεν μπορώ παρά να πειθαρχήσω στις αποφάσεις του συνόλου. β. το πρόσωποII, ο άνθρωπος: Ύποπτο / ανέντιμο / ευφυές ~. || (ως αριθμητική μονάδα): Πρόσκληση για δύο άτομα. Σερβίτσιο δώδεκα ατόμων. Οικογένεια πέντε ατόμων. 2. για οποιοδήποτε βιολογικό οργανισμό σε αντιδιαστολή προς το είδος, το γένος: Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό ~ με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.

[λόγ. < αρχ. ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος `άκοπος, αδιαίρετος΄ σημδ. γαλλ. individu]

άτομο 2 το : I.(χημ., φυσ.) το ελάχιστο και μη διαιρετό με συνηθισμένες μεθόδους τμήμα της ύλης ενός στοιχείου: Yπάρχουν τόσα είδη ατόμων όσα είναι και τα χημικά στοιχεία. Οι έννοιες του ατόμου και του μορίου ταυτίζονται μόνο στην περίπτωση που το μόριο δεν αποτελείται από δύο ή περισσότερα άτομα, όπως συνήθως, αλλά από ένα. Tο ~ του ηλίου αποτελείται από δύο πρωτόνια, δύο νετρόνια και δύο ηλεκτρόνια. Tο μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου. H διάσπαση του ατόμου. II. (φιλοσ.) το άτομο των αρχαίων ατομικών φιλοσόφων (Λεύκιππου, Δημόκριτου, Επίκουρου), το ελάχιστο αδιαίρετο και ομοιογενές τμήμα της ύλης.

[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος `άκοπος, αδιαίρετος΄· Ι: σημδ. γαλλ. atome < αρχ. ἄτομον]

ατομοκίνητος -η -ο [atomokínitos] Ε5 : που κινείται, που λειτουργεί με ατομική ενέργεια· πυρηνοκίνητος: Aτομοκίνητο υποβρύχιο / εργοστάσιο.

[λόγ. άτομ(ον) 2 -ο- + -κίνητος]

ατομοκρατία η [atomokratía] Ο25 : (φιλοσ.) κάθε θεωρία που αποδίδει στα δικαιώματα, στις προτιμήσεις, στις απαιτήσεις και στις επιδιώξεις του ατόμου την υπέρτατη αξία: Kατά τη θεωρία της ατομοκρατίας όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής και σκόπιμης δράσης των ατόμων.

[λόγ. άτομ(ον) 1 -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. individualisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες