Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άσωτος
2 items total [1 - 2]
άσωτος 1 -η -ο [ásotos] Ε5 : που σπαταλά ασυλλόγιστα και διασκεδάζει χωρίς μέτρο και φραγμό: ~ άνθρωπος. (έκφρ.) ~ υιός, για άνθρωπο που σπαταλά την πατρική περιουσία. || (ως ουσ.): H επιστροφή* του ασώτου. || Άσωτη ζωή / πράξη.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄσωτος]

άσωτος 2 -η -ο : (προφ.) άσωστος 1: Άσωτη είναι η μέρα σήμερα. Ξόδεψε άσωτα χρήματα, πάρα πολλά. ~ ουρανός, απέραντος.

[αρχ. ἄσωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go