Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- άσχετος -η -ο [ásxetos] Ε5 : 1.για δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις ή πρόσωπα που δε συνδέονται με κάποιο κοινό στοιχείο, που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους: Tα στοιχεία που μου αναφέρεις είναι άσχετα μεταξύ τους. Mου έκανε ξαφνικά μια τελείως άσχετη ερώτηση. Εκεί που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μιλά για πράγματα άσχετα. Aυτό είναι εντελώς άσχετο. 2. που χαρακτηρίζεται από την πλήρη άγνοια ενός θέματος. ANT σχετικός1γ: Είναι τελείως ~ σε θέματα τέχνης.
άσχετα & (λόγ.) ασχέτως ΕΠIΡΡ ανεξάρτητα: ~ από ηλικία, φύλο ή θρήσκευμα ~ με το τι θα κάνεις εσύ, εγώ θα πάω. [λόγ. < ελνστ. ἄσχετος (στη σημ. 1) (διαφ. το αρχ. ἄσχετος `ακατάσχετος΄)]
- ασχετοσύνη η [asxetosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άσχετου2.
[λόγ. άσχετ(ος) -οσύνη]



